- αργιλικός
- η , ό[ν] содержащий алюминий или белую глину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργιλικός — ή, ό αυτός που περιέχει άργιλο ή αργίλιο … Dictionary of Greek
αμπελίτης — ο (Πετρογρ.) μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… … Dictionary of Greek
στεγαστικός σχιστόλιθος — Αργιλικό σκούρο στο χρώμα, εξαιτίας της παρουσίας σ’ αυτό κυρίως άνθρακα. Το πέτρωμα αυτό διαχωρίζεται εύκολα σε πλάκες πάχους λίγων εκατοστών και χρησιμοποιείται στη δοκιμή για εξωτερικές επενδύσεις σε σκάλες ή και σε στέγες. Στην τελευταία… … Dictionary of Greek